Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό νομοθέτημα για το κλίμα, οι χώρες της ΕΕ πρέπει να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030. Στόχος τους είναι να καταστήσουν την ΕΕ κλιματικά ουδέτερη έως το 2050.
Το Δεκέμβριο του 2019 οι ηγέτες και οι ηγέτιδες της ΕΕ συμφώνησαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ότι η ΕΕ θα πρέπει να επιτύχει κλιματική ουδετερότητα έως το 2050.
Η επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας σημαίνει ότι, έως το 2050, οι χώρες της ΕΕ θα πρέπει να μειώσουν δραστικά τις οικείες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να βρουν τρόπους αντιστάθμισης των υπόλοιπων αναπόφευκτων εκπομπών για την επίτευξη μηδενικού ισοζυγίου εκπομπών.
Στα συμπεράσματά του, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπογράμμισε ότι η μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες για:
- την οικονομική ανάπτυξη
- τις αγορές και τις θέσεις εργασίας
- την τεχνολογική εξέλιξη
Οι ηγέτες και οι ηγέτιδες της ΕΕ ζήτησαν από την Επιτροπή να προχωρήσει τις εργασίες για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία.
Αναγνώρισαν επίσης την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η πράσινη μετάβαση είναι οικονομικά αποδοτική, καθώς και κοινωνικά ισορροπημένη και δίκαιη.
Γιατί είναι απαραίτητη η πράσινη μετάβαση
Οι τελευταίες επιστημονικές εκθέσεις δείχνουν πως έχουν σημειωθεί πρωτοφανείς αλλαγές στο κλίμα του πλανήτη. Η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλεί αυξημένες ?και σε ορισμένες περιπτώσεις μη αναστρέψιμες? αλλαγές στα πρότυπα βροχοπτώσεων, στους ωκεανούς και στους ανέμους σε όλες τις περιοχές του κόσμου.
Οι υψηλότερες θερμοκρασίες και τα εντεινόμενα καιρικά φαινόμενα συνεπάγονται τεράστιο κόστος για την οικονομία της ΕΕ και πλήττουν την ικανότητα των χωρών να παράγουν τρόφιμα.
Ορισμένα στοιχεία:
- τα γεγονότα που σχετίζονται με το κλίμα τα τελευταία 40 χρόνια έχουν προκαλέσει οικονομικές ζημίες άνω των 487 δισ.ευρώ στην ΕΕ
- μεταξύ του 1980 και του 2020, πάνω από 138.000 άνθρωποι στην ΕΕ έχασαν τη ζωή τους λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων και γεγονότων που σχετίζονται με το κλίμα
- το οικονομικό κόστος της υπερχείλισης ποταμών στην Ευρώπη υπερβαίνει κατά μέσο όρο τα 5 δισ. ευρώ ετησίως
- οι δασικές πυρκαγιές προκαλούν οικονομικές ζημίες ύψους περίπου 2 δισ. ευρώ ετησίως
Διαμόρφωση της παγκόσμιας δράσης
Οι προσπάθειες της ΕΕ για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής συνάδουν με τη δέσμευση που ανέλαβαν η ΕΕ και τα κράτη μέλη με τη συμφωνία του Παρισιού, η οποία υπεγράφη το 2015. Οι χώρες της ΕΕ υποστηρίζουν το υψηλό επίπεδο φιλοδοξίας όσον αφορά την εφαρμογή αυτής της διεθνούς συμφωνίας και ενθαρρύνουν τους παγκόσμιους εταίρους, τόσο στα διεθνή φόρουμ όσο και στις διμερείς σχέσεις, να επιταχύνουν τη δράση για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Μαζί με τα κράτη μέλη της, η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος χορηγός χρηματοδότησης για το κλίμα στον κόσμο. Τα κονδύλια που παρέχει στηρίζουν τις δράσεις που σχετίζονται με το κλίμα στις αναπτυσσόμενες χώρες για τη διευκόλυνση της πράσινης μετάβασής τους και την αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Χρηματοδότηση της κλιματικής μετάβασης της ΕΕ
Η μετάβαση σε μια φιλική προς το κλίμα οικονομία θα απαιτήσει σημαντικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις.
Οι χώρες της ΕΕ έχουν δεσμευτεί να δαπανήσουν το 30% του μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027 και του NextGenerationEU σε έργα που σχετίζονται με το κλίμα.
Για να διασφαλιστεί ότι η κλιματική μετάβαση είναι δίκαιη, η ΕΕ θέσπισε μηχανισμό δίκαιης μετάβασης με στόχο την παροχή χρηματοδοτικής και τεχνικής στήριξης στις περιφέρειες που πλήττονται περισσότερο από τη μετάβαση προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Για τον σκοπό αυτό θα κινητοποιηθεί ποσό ύψους έως και 90 δισ. ευρώ.
Η κατοχύρωση των κλιματικών στόχων στο ενωσιακό δίκαιο
Τον Ιούνιο του 2021 το Συμβούλιο εξέδωσε το ευρωπαϊκό νομοθέτημα για το κλίμα που αποτελεί βασικό στοιχείο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Βάσει του εν λόγω νομοθετήματος, οι χώρες της ΕΕ είναι υποχρεωμένες εκ του νόμου να επιτύχουν τους κλιματικούς στόχους για το 2030 και το 2050.
Το νομοθέτημα για το κλίμα καθορίζει το πλαίσιο για τις δράσεις που θα αναληφθούν από την ΕΕ και τα κράτη μέλη ώστε να επιτευχθεί η σταδιακή μείωση των εκπομπών και, τελικά, η κλιματική ουδετερότητα στην ΕΕ έως το 2050.
Επίσης, τον Ιούνιο του 2021, το Συμβούλιο ενέκρινε συμπεράσματα στα οποία εκφράζει την υποστήριξή του για τη νέα στρατηγική της ΕΕ για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή που παρουσίασε η Επιτροπή. Στη στρατηγική περιγράφεται ένα μακροπρόθεσμο όραμα να καταστεί η ΕΕ μια κοινωνία ανθεκτική στην κλιματική αλλαγή και πλήρως προσαρμοσμένη στις αναπόφευκτες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής έως το 2050.
Μείωση των εκπομπών κατά τουλάχιστον 55 % έως το 2030
Ένα άλλο βασικό μέρος των εργασιών της ΕΕ για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας είναι η λεγόμενη δέσμη Fit for 55 (προσαρμογή στον στόχο του 55%), μέσω της οποίας συμφώνησαν να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου της ΕΕ σε λιγότερο από το μισό (σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990) έως το 2030. Πρόκειται για ένα σύνολο νέων πρωτοβουλιών και προτάσεων για την αναθεώρηση της ισχύουσας νομοθεσίας, το οποίο αποτελεί το βασικό σχέδιο της ΕΕ για την κατοχύρωση των κλιματικών στόχων στο ενωσιακό δίκαιο.
Η δέσμη περιλαμβάνει κανόνες σχετικά με:
- την ενέργεια
- τις μεταφορές
- την εμπορία και τις μειώσεις εκπομπών
- τη χρήση γης και τη δασοκομία
και οι χώρες μπορούν να επιτύχουν το στόχο αυτό για το 2030 μεταξύ άλλων μέσω:
- της βελτίωσης των προτύπων πράσινης χρηματοδότησης
- της ενίσχυσης του συστήματος εμπορίας εκπομπών της ΕΕ
- της προώθησης φιλικής προς το κλίμα καινοτομίας
- της διασφάλισης δικαιοσύνης και οικονομικής αποδοτικότητας
Έως τον Ιούνιο του 2022, οι χώρες της ΕΕ είχαν καταλήξει σε συμφωνία όσον αφορά τη θέση του Συμβουλίου για το μεγαλύτερο μέρος των προτάσεων προσαρμογής στο στόχο του 55 %. Ο νέος στόχος αποτέλεσε σημαντικό βήμα σε σχέση με τον προηγούμενο στόχο της ΕΕ για μείωση των εκπομπών κατά 40 % το 2030 που είχε συμφωνηθεί το 2014.
Πρωτογενής Τομέας και Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (European Green Deal)
Στα πλαίσια της στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα και τη στρατηγική «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο», που αποτελούν δύο από τους βασικούς πυλώνες της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε τη μείωση στη χρήση φυτοφαρμάκων με σκοπό την προστασία της βιοποικιλότητας στην Ευρώπη, τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος του συστήματος τροφίμων, την προστασία της δημόσιας υγείας, καθώς τα χημικά φυτοφάρμακα μπορεί να έχουν δερματολογικές, γαστρεντερικές, νευρολογικές, καρκινογόνες, αναπνευστικές, αναπαραγωγικές και ενδοκρινικές επιδράσεις και τη δημιουργία βιώσιμων συστημάτων τροφίμων, ώστε να διασφαλιστεί η διαρκής επισιτιστική ασφάλεια.
Πιο συγκεκριμένα, οι προτάσεις της Ευρωπαϊκή Επιτροπής περιλαμβάνουν τα εξής:
- Μείωση της χρήσης και του κινδύνου των χημικών φυτοφαρμάκων κατά 50% έως το 2030
- Μείωση στη χρήση των πιο επικίνδυνων φυτοφαρμάκων κατά 50% έως το 2030
- Απαγόρευση όλων των φυτοφαρμάκων σε ευαίσθητες περιοχές.
Η χρήση όλων των φυτοφαρμάκων θα απαγορεύεται σε χώρους, όπως οι αστικοί χώροι πρασίνου, συμπεριλαμβάνοντας τα δημόσια πάρκα ή κήπους, τις παιδικές χαρές, τους χώρους αναψυχής ή αθλητισμού, τις δημόσιες διαδρομές και τις προστατευόμενες περιοχές σύμφωνα με το δίκτυο Natura 2000, καθώς και κάθε οικολογικά ευαίσθητη περιοχή που πρέπει να διατηρηθεί για τους απειλούμενους επικονιαστές.
Σύμφωνα με την ΕΕ, θα απαιτούνται, επιπλέον, αυστηροί νέοι κανόνες για την επιβολή φιλικών προς το περιβάλλον πρακτικών καταπολέμησης των επιβλαβών οργανισμών, δηλαδή ένα νέο ολοκληρωμένο πλαίσιο επιβολής, για να διασφαλιστεί ότι όλοι οι αγρότες και άλλοι επαγγελματίες χρήστες φυτοφαρμάκων εφαρμόζουν ολοκληρωμένη διαχείριση επιβλαβών οργανισμών (IPM), στην οποία εξετάζονται πρώτα εναλλακτικές περιβαλλοντικές μέθοδοι πρόληψης και ελέγχου των επιβλαβών οργανισμών, πριν από τη χρήση χημικών φυτοφαρμάκων ως μέτρο έσχατης ανάγκης.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στοχεύει:
- Στη μείωση της χρήσης λιπασμάτων κατά τουλάχιστον 20%
- Στη μείωση των απωλειών θρεπτικών συστατικών κατά τουλάχιστον 50% έως το 2030
Επιπρόσθετα, η νέα στρατηγική για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030 όντας ένα ολοκληρωμένο, συστημικό και φιλόδοξο μακροπρόθεσμο σχέδιο για την προστασία της φύσης και την αναστροφή της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων, έχει επιπλέον τους εξής στόχους:
- Μετασχηματισμό τουλάχιστον του 30 % της ξηράς και της θάλασσας της Ευρώπης σε προστατευόμενες περιοχές με αποτελεσματική διαχείριση. Στόχος είναι η αξιοποίηση των υφιστάμενων περιοχών του δικτύου Natura 2000, η συμπλήρωσή τους με εθνικά προστατευόμενες περιοχές και η παράλληλη διασφάλιση της αυστηρής προστασίας περιοχών με πολύ υψηλή βιοποικιλότητα και κλιματική αξία.
- Αποκατάσταση υποβαθμισμένων οικοσυστημάτων σε όλη την ΕΕ, καθώς και μείωση των πιέσεων που ασκούνται στη βιοποικιλότητα. Η στρατηγική προτείνει ένα εκτεταμένο σχέδιο αποκατάστασης της φύσης της ΕΕ, το οποίο περιλαμβάνει:
– κατόπιν εκτίμησης επιπτώσεων, εκπόνηση πρότασης για ένα νέο νομικό πλαίσιο για την αποκατάσταση της φύσης, με δεσμευτικούς στόχους για την αποκατάσταση κατεστραμμένων οικοσυστημάτων, συμπεριλαμβανομένων των πιο πλούσιων σε άνθρακα οικοσυστημάτων
– βελτίωση της κατάστασης ή της τάσης διατήρησης τουλάχιστον του 30 % των προστατευόμενων οικοτόπων και ειδών της ΕΕ που δεν βρίσκονται σε ευνοϊκή κατάσταση
– αποκατάσταση τουλάχιστον 25.000 χλμ. ποταμών ελεύθερης ροής
– ανάσχεση και αναστροφή της μείωσης των πτηνών και των εντόμων των γεωργικών εκτάσεων, ιδίως των επικονιαστών
– διαχείριση τουλάχιστον του 25 % των γεωργικών εκτάσεων στο πλαίσιο της βιολογικής γεωργίας και σημαντική ενίσχυση της υιοθέτησης αγροοικολογικών πρακτικών
– φύτευση τουλάχιστον 3 δισεκατομμυρίων δέντρων, με πλήρη σεβασμό των οικολογικών αρχών, και προστασία των εναπομεινάντων πρωτογενών και παλαιών δασών
– εξάλειψη των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων προστατευόμενων ειδών ή μείωσή τους σε επίπεδο που επιτρέπει την πλήρη ανάκτηση των ειδών και δεν απειλεί την κατάσταση διατήρησής τους.
Αυτές είναι οι εμβληματικές νομοθετικές προτάσεις για να δοθεί συνέχεια στη στρατηγική για τη βιοποικιλότητα και τη στρατηγική «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» και θα συμβάλουν στη διασφάλιση της ανθεκτικότητας και της ασφάλειας του εφοδιασμού τροφίμων στην ΕΕ και σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και στην ανάκαμψη της βιοποικιλότητας έως το 2030.