Συστάσεις από το Περιφερειακό Κέντρο Προστασίας Φυτών, Ποιοτικού και Φυτοϋγειονομικού Ελέγχου Θεσσαλονίκης για τις περιοχές της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας.
Το παθογόνο διαχειμάζει ως μυκήλιο σε μουμιοποιημένους καρπούς πάνω στο δένδρο και σε έλκη προσβεβλημένων κλαδίσκων.
Από αυτούς τους καρπούς και τα έλκη, προέρχονται οι πρωτογενείς μολύνσεις που μολύνουν τα άνθη.
Οι πρωτογενείς μολύνσεις γίνονται με βροχή ή υψηλή υγρασία, σε θερμοκρασία 5-27ο C.
Σημαντικό μέτρο πρόληψης είναι η απομάκρυνση των βλαστών που φέρουν προσβεβλημένα άνθη ή έλκη όσο το δυνατό νωρίτερα, ώστε να μειώνεται το διαθέσιμο μόλυσμα για προσβολές των καρπών αργότερα στην καλλιεργητική περίοδο.
Σε αρκετές περιοχές ύστερα από τις έντονες βροχοπτώσεις, αναμένεται μικρή αύξηση της θερμοκρασίας και υψηλά ποσοστά υγρασίας. Επιπλέον, σύμφωνα με τα μετεωρολογικά δελτία αναμένονται ξανά βροχοπτώσεις από το Σάββατο 5 Μαρτίου.
Τα βλαστικά στάδια C έως F είναι ευαίσθητα μολύνσεων από τον μύκητα.
Συστήνεται επέμβαση στους οπωρώνες, όπου δεν έχει γίνει πρόσφατα, όταν το επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες.
Εάν παραταθεί η άνθηση μπορεί να χρειαστεί επανάληψη.
Οι περισσότερες ποικιλίες, σε όλες τις περιοχές, βρίσκονται στα ευαίσθητα στάδια:
Με την επέμβαση αυτή επιτυγχάνεται και συνδυασμένη καταπολέμηση του Κορύνεου (Stigmina carpophilla).
Να δοθεί προσοχή στην επιλογή των σκευασμάτων για την επίπτωση στους πληθυσμούς φυσικών εχθρών και στις μέλισσες.
Η χρήση μιγμάτων εντομοκτόνων (π.χ. πυρεθρινοειδών) με μυκητοκτόνα (π.χ. τριαζολικών) προκαλεί συνεργιστικό πολλαπλασιασμό της μελισσοτοξικότητας των εντομοκτόνων, εξαιτίας παρεμβολής στον μεταβολισμό του εντομοκτόνου στο σώμα της μέλισσας.
Ακόμη και ήπια εντομοκτόνα όταν εφαρμόζονται σε μίγμα με ορισμένα μυκητοκτόνα αποκτούν μελισσοτοξική δράση.
Η οποιαδήποτε ανάμιξη στο ψεκαστικό βυτίο μυκητοκτόνων με εντομοκτόνα θα πρέπει να γίνει εκτός της περιόδου άνθησης (π.χ. μετά την πτώση των πετάλων των πυρηνοκάρπων), σε στάδιο δηλαδή που δεν προσελκύει τις μέλισσες.