Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε μελέτη που εξετάζει πώς η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΓΠ) 2014-2020 συνέβαλε στη βελτίωση της καλής διαβίωσης των ζώων και στη μείωση της χρήσης αντιμικροβιακών.
Η μελέτη παρέχει ένα στιγμιότυπο της κατάστασης σχετικά με την καλή διαβίωση των ζώων και τη χρήση αντιμικροβιακών σε ολόκληρη την ΕΕ, καθώς και συστάσεις για την καλύτερη αξιολόγηση των μελλοντικών επιτευγμάτων της ΚΓΠ 2023-2027. Η βελτίωση της καλής διαβίωσης των ζώων και η καταπολέμηση της μικροβιακής αντοχής περιλαμβάνονται σε έναν από τους δέκα στόχους της νέας ΚΓΠ, (ανταπόκριση στις απαιτήσεις της κοινωνίας για τρόφιμα και υγεία).
Τα μέτρα της ΚΓΠ συμβάλλουν στην καλή διαβίωση των ζώων και στη μείωση της χρήσης αντιμικροβιακών. Στις περισσότερες από τις περιφέρειες/κράτη μέλη που μελετήθηκαν, η καλή μεταχείριση των ζώων και η αντιμικροβιακή χρήση αντιμετωπίστηκαν κυρίως μέσω μέτρων αγροτικής ανάπτυξης. Αποδείχθηκαν πιο αποτελεσματικά όταν συνδυάζουν επενδύσεις σε καλύτερες συνθήκες στέγασης, σίτισης και διαχείρισης υγείας. Για παράδειγμα, αυξάνοντας την ευαισθητοποίηση των αγροτών μέσω συμβουλευτικών υπηρεσιών, δεσμεύσεων και κατάρτισης.
Στα περισσότερα κράτη μέλη/περιοχές που μελετήθηκαν, η πολλαπλή συμμόρφωση μέσω των απαιτήσεων της νομοθεσίας της ΕΕ για την καλή διαβίωση των ζώων και τη νομοθεσία για τα τρόφιμα ήταν αποτελεσματική για να επηρεάσει τις πρακτικές των αγροτών.
Η πίεση από την κοινωνία των πολιτών μπορεί επίσης να οδηγήσει τους αγρότες και τις διαχειριστικές αρχές να υποστηρίξουν αλλαγές στις πρακτικές. Για παράδειγμα, τα πρότυπα μάρκετινγκ για την παραγωγή αυγών που καθορίστηκαν σε επίπεδο ΕΕ επηρέασαν τη ζήτηση των καταναλωτών και τις επιλογές παραγωγής απαιτώντας υποχρεωτική επισήμανση των αυγών σύμφωνα με τα συστήματα παραγωγής και τις συνθήκες στέγασης των ωοπαραγωγών ορνίθων.
Στο σύνολό της, η ΚΓΠ φαίνεται ότι συνέβαλε στη βελτίωση της καλής μεταχείρισης των ζώων σε τοπικό επίπεδο, σε συγκεκριμένους τομείς ή/και κράτη μέλη και περιφέρειες, ανάλογα με τις επιλογές εφαρμογής. Ωστόσο, παραμένει δύσκολο να αξιολογηθούν οι πραγματικές αλλαγές στις πρακτικές που οδηγούνται από τα μέσα της ΚΓΠ, καθώς δεν έχουμε δείκτες για την τεκμηρίωση της προόδου που έχει σημειωθεί στην εφαρμογή ορισμένων μέτρων ή των αντίστοιχων επιπτώσεών τους.
Αυτό οδηγεί σε ορισμένες συστάσεις για την επόμενη ΚΓΠ. Η κύρια σύσταση είναι τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ευρύτερα μέτρα με στόχο την καλή διαβίωση των ζώων. Θα πρέπει να αναπτυχθεί μια κοινή μεθοδολογία της ΕΕ για την τεκμηρίωση των βέλτιστων πρακτικών καλής μεταχείρισης των ζώων για εφαρμογή στο αγρόκτημα, με σχετικούς στόχους.
Η μελέτη προτείνει την παροχή μιας συνολικής επισκόπησης του αριθμού των ζώων που αφορούν διαφορετικούς τύπους παρεμβάσεων που αφορούν την καλή διαβίωση των ζώων και τη χρήση αντιμικροβιακών σε εθνικό επίπεδο.
Για να αξιολογηθούν σωστά οι επιπτώσεις της ΚΓΠ, τα δεδομένα θα πρέπει να κάνουν διάκριση μεταξύ των διαφόρων σχετικών τομέων (π.χ. βοοειδή, αιγοπρόβατα, χοίροι, πουλερικά, κουνέλια) και να χρησιμοποιούν τον αριθμό των ζώων και όχι τον αριθμό των ζωικών μονάδων. Οι συμβουλευτικές υπηρεσίες θα πρέπει επίσης να ενθαρρυνθούν, καθώς έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές στην αύξηση των τεχνικών γνώσεων των γεωργών σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για την καλή διαβίωση των ζώων.
Μια άλλη σύσταση είναι να διερευνηθεί η επέκταση της υποχρεωτικής επισήμανσης σε άλλους τομείς της κτηνοτροφίας, αναφέροντας τα συστήματα παραγωγής ή τις συνθήκες στέγασης στην ετικέτα, παρόμοια με τα τρέχοντα πρότυπα εμπορίας για τα αυγά.
Τέλος, η μελέτη προτείνει μια μεθοδολογία για την εύρεση δεικτών για την αξιολόγηση του επιπέδου φιλοδοξίας των στόχων για την καλή διαβίωση των ζώων που προτείνονται στα στρατηγικά σχέδια της ΚΓΠ.
Θέτει επίσης ποσοτικούς στόχους για τη χρήση αντιμικροβιακών ουσιών που αντικατοπτρίζουν τις προσπάθειες που πρέπει να καταβάλει κάθε κράτος μέλος για να συμμορφωθεί με τη στρατηγική Farm-to-Fork για μείωση, σε επίπεδο ΕΕ, των πωλήσεων αντιμικροβιακών για εκτρεφόμενα ζώα κατά 50% έως το 2030.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από κοινοπραξία λαμβάνοντας υπόψη την προγραμματική περίοδο 2014-20. Βασίζεται σε πληροφορίες που συλλέγονται από 11 περιπτωσιολογικές μελέτες σε ολόκληρη την ΕΕ και σε πολλαπλές συνεντεύξεις με βασικούς ενδιαφερόμενους φορείς, καθώς και σε εκτενή ανάλυση δεδομένων και ανασκόπηση βιβλιογραφίας.