Τα πρωτόγνωρα φαινόμενα φυσικών καταστροφών που έπληξαν τη χώρα το τελευταίο διάστημα και ειδικότερα όσα εξελίχθηκαν σε αγροτικές περιοχές, έχουν ζημιώσει τη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή των Ελλήνων αγροτών και κτηνοτρόφων, καθώς και πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων του αγροτικού κλάδου, δημιουργώντας ενδεχομένως μακροχρόνιες δυσμενείς συνέπειες στην πρωτογενή παραγωγή και στην αγροτική οικονομία.
«Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν συνήθως αφορμή για τη συγκεκαλυμμένη εφαρμογή αθέμιτων, εκμεταλλευτικών και αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών που αυξάνουν το μέγεθος της ζημίας στον καταναλωτή», αναφέρει η Επιτροπή Ανταγωνισμού σε σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε απευθυνόμενη προς τους παραγωγούς και τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον αγρο–διατροφικό τομέα.
Επιπλέον στη σχετική ανακοίνωση αναφέρεται: «Οι υπηρεσίες της Επιτροπής Ανταγωνισμού (Ε.Α.), με γνώμονα τη διασφάλιση της ανταγωνιστικής δομής των αγορών και την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, θα εντείνουν τη στενή παρακολούθηση της αγροδιατροφικής αλυσίδας, μέσω της ειδικής Διεύθυνσης Τροφίμων και Αγροτικών Προϊόντων της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της ΕΑ, αλλά και προηγμένων τεχνολογικών μέσων αδιάλειπτης παρακολούθησης της αγοράς και του επιπέδου των τιμών, τόσο στις περιοχές που έχουν πληγεί από τα φαινόμενα φυσικών καταστροφών, όσο και σε όλη τη χώρα, και είναι έτοιμη να παρέμβει άμεσα σε περίπτωση που υποπέσουν στην αντίληψή της πρακτικές που κείνται εκτός του πλαισίου του υγιούς και αξιοκρατικού ανταγωνισμού και εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή Ανταγωνισμού ερευνά, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας:
- Συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων ή αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 3959/2011 ή/και του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ.[1]
Παράδειγμα: συμφωνία μεταξύ παραγωγών να αυξήσουν τις τιμές πώλησης των προϊόντων τους ή η συμφωνία μεταξύ μεταποιητών να αγοράσουν προϊόντα από τους παραγωγούς σε συγκεκριμένη τιμή (ή να μειώσουν τις τιμές αγοράς).
- Καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους στην αγορά, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 του ν. 3959/2011 ή/και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.
Παράδειγμα: η υπερτιμολόγηση προϊόντων, εφόσον (α) η υπερτιμολόγηση εφαρμόζεται από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση στην αγορά, και (β) η τιμή πώλησης είναι δυσανάλογη προς την οικονομική αξία της προσφερόμενης παροχής, η δε δυσαναλογία αυτή εκτιμάται βάσει συγκεκριμένων και αυστηρών κριτηρίων που έχει θεσπίσει η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Πρόσκληση σε απαγορευμένη σύμπραξη και ανακοίνωση μελλοντικών προθέσεων τιμολόγησης προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ ανταγωνιστών κατ’ εφαρμογή των ειδικότερα οριζόμενων στο άρθρο 1Α του ν. 3959/2011.
Παράδειγμα: σε γενική συνέλευση ένωσης παραγωγών, το μέλος Α προσκαλεί τα λοιπά μέλη να αυξήσουν από κοινού τις τιμές ή να παρακρατήσουν ποσότητες προκειμένου να προκληθεί τεχνητή αύξηση τιμών. Αν τα λοιπά παριστάμενα μέλη απορρίψουν δημοσίως την πρόσκληση και ενημερώσουν την Επιτροπή Ανταγωνισμού, το μέλος Α εξακολουθεί να ευθύνεται για παραβίαση του άρθρου 1Α ν. 3959/2011. Προσοχή: αν τα παριστάμενα μέλη παραμείνουν σιωπηλά και δεν αντιδράσουν, τότε δύναται να θεωρηθεί ότι συμφώνησαν σιωπηρώς, και θα είναι συνυπεύθυνα βάσει του άρθρου 1 του ν. 3959/2011.
Η παράβαση των ανωτέρω κανόνων επιφέρει αυστηρές διοικητικές (πρόστιμα έως και 10% του κύκλου εργασιών των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων), αλλά και ποινικές κυρώσεις (χρηματικές ποινές)».