Για τις πολλαπλές κρίσεις που έπληξαν σε σημαντικό βαθμό τους Έλληνες αγρότες μιλά δημοσίευμα της «Καθημερινής», με αποτέλεσμα όπως δηλώνεται περίπου το 1/3 των αγροκτημάτων μικρής κλίμακας σε Ελλάδα και Ευρώπη έχει εξαφανιστεί από το 2007 και μετά.
Υπό το βάρος του αυξημένου κόστους και της μείωσης του εισοδήματός τους, πολλοί μικροί παραγωγοί αναγκάζονται να πουλήσουν ή να νοικιάσουν τη γη τους, προκειμένου να επιβιώσουν. Σημαντικός σκόπελος για τους ίδιους, σύμφωνα με όσα ανέφεραν ειδικοί στην «Κ», είναι ότι η κοινοτική χρηματοδότηση μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) κατευθύνεται σε μεγάλο βαθμό στη βιομηχανοποιημένη γεωργία. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι ενώ οι μικροί παραγωγοί παραμένουν στην Ελλάδα η συντριπτική πλειονότητα, ελέγχουν πλέον μόλις το 41% της γεωργικής γης.
Συγκεκριμένα, καταθέτοντας τη θέση της ΕΘΕΑΣ, ο Γενικός Διευθυντής, κ. Μόσχος Κορασίδης, δήλωσε στην «Κ» ότι «οι μικροί παραγωγοί έγιναν θύματα της ενεργειακής κρίσης, του αυξημένου κόστους, της ΚΑΠ και ειδικά του αδικαιολόγητα πολύ υψηλού κόστους του ΟΣΔΕ. Επειδή η ΚΑΠ μετέβαλε τον τρόπο που καταβάλλει τις άμεσες ενισχύσεις, δημιούργησε τεράστιο γραφειοκρατικό κόστος, που μείωσε το πραγματικό εισόδημα των αγροτών. Άλλωστε, το 46% του εισοδήματος των Ελλήνων αγροτών βασίζεται σε επιδοτήσεις. Επομένως, όταν μεταβάλλεται το εισόδημά τους, οι μικροί παραγωγοί είτε θα αναζητήσουν αλλού δουλειά είτε θα αποχωρήσουν από την παραγωγή ώστε να μην έχουν ζημιά».
Κάποια θετικά μέτρα που έχουν ληφθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τον ίδιο, όπως «η μείωση στη φορολογία των συνεταιρισμένων αγροτών, δεν “πιάνουν” απόλυτα τους μικρούς παραγωγούς, επειδή πολλοί από αυτούς δεν διακινούν τα προϊόντα τους μέσα από συνεταιρισμούς. Πρέπει να δοθεί έμφαση στην ενίσχυση των συνεταιρισμών, ώστε οι μικροί παραγωγοί να βρουν ένα αποκούμπι. Άλλωστε, μόνοι τους δεν μπορούν ούτε να πληρώσουν για την απαραίτητη αγροτική συμβουλευτική».
Η κυριότερη μείωση αγροτών στη χώρα μας καταγράφεται σύμφωνα με τον κ. Κορασίδη «στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές, όπου τα προβλήματα είναι μεγαλύτερα λόγω της κλιματικής αλλαγής».
Αναφορικά με το πώς η βιομηχανοποιημένη γεωργία επηρεάζει τα μικρά αγροκτήματα, ο κ. Κορασίδης σχολίασε ότι «η βιομηχανοποιημένη γεωργία δεν μπορεί να πάει ούτε στις ορεινές περιοχές ούτε στα νησιά. Τι θα γίνει με αυτές τις περιοχές; Μπαίνουμε σε μια αναδιανομή της χρήσης της γεωργικής γης, από την οποία τελικά θα χτυπηθούν και τα αγροκτήματα μεσαίας κλίμακας. Το φαινόμενο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, επειδή από το 2015 κι έπειτα, οι κίνδυνοι της διατροφικής ασφάλειας είναι καθημερινά προ των πυλών».
Από την πλευρά της, η κα. Έλενα Δανάλη, υπεύθυνη εκστρατείας για τη βιώσιμη γεωργία στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace, τόνισε πως «πολλά μικρά αγροκτήματα αγοράζονται από μεγαλύτερους παραγωγούς». Σημαντική αιτία για αυτό το φαινόμενο, σύμφωνα με την ίδια, είναι ότι «η ΚΑΠ, δηλαδή οι δημόσιες επιδοτήσεις είναι πλέον στρεμματικές. Δεν επιδοτούν την καλλιέργεια. Επομένως, τα χρήματα από την ΚΑΠ λαμβάνονται από μεγάλης κλίμακας βιομηχανικά αγροκτήματα».
Υπενθυμίζουμε, πως σύμφωνα με έρευνα που δημοσίευσε ο Guardian πριν από μερικές ημέρες, 17 δισεκατομμυριούχοι ήταν οι «τελικοί δικαιούχοι που συνδέονται με 3,3 δισεκατομμύρια ευρώ αγροτικών επιδοτήσεων της Ε.Ε.», κατά την περίοδο 2018-2021, ενώ «χιλιάδες μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις έκλεισαν». Ταυτόχρονα, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Απρίλιο στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Nature Food», περισσότερο από το 80% των δημοσίων χρημάτων που δόθηκαν στους αγρότες μέσω της ΚΑΠ κατέληξε σε ζωικά προϊόντα το 2013. Βάσει της ίδιας μελέτης, τα ίδια τρόφιμα ζωικής προέλευσης συνδέονται με το 84% των ενσωματωμένων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της παραγωγής τροφίμων της Ε.Ε».
Όπως αναγράφεται σε άλλο πρόσφατο ρεπορτάζ του Guardian, το οποίο βασίζεται σε στοιχεία από το Δίκτυο Γεωργικών Λογιστικών Δεδομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (FADN) και τη Eurostat, «το εισοδηματικό χάσμα μεταξύ των μεγαλύτερων και των μικρότερων γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην Ευρώπη έχει διπλασιαστεί τα τελευταία 15 χρόνια και έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ την ίδια στιγμή που ο αριθμός των μικρών γεωργικών εκμεταλλεύσεων έχει καταρρεύσει».
Βάσει πρόσφατης μελέτης της Greenpeace, τα αγροκτήματα μικρής κλίμακας στην Ελλάδα έχουν μειωθεί κατά 37% από το 2007 έως το 2021. Σύμφωνα με την κ. Δανάλη, πρόκειται για «μια τάση εξαφάνισης που πρέπει να ανατραπεί, επειδή τα αγροκτήματα μικρής κλίμακας στην Ελλάδα είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής γεωργίας».
Οι σημαντικότερες επιπτώσεις αυτού του φαινομένου σύμφωνα με την ίδια είναι ότι «πλήττεται ο παραγωγικός και κοινωνικός ιστός. Δεν θέλουμε να περάσει η παραγωγή τροφής στα χέρια λίγων. Το ζήτημα είναι να θρέφεται επαρκώς ο πληθυσμός. Πρόκειται άλλωστε για φαινόμενο που αυξάνει την ανεργία στις αγροτικές περιοχές, τη ρύπανση και την καταστροφή τη φύσης, ενώ υποβαθμίζει την ύπαιθρο».
Σύμφωνα με την κ. Δανάλη, εκτός από τη χρηματοδότηση, «οι αγρότες στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, προκειμένου να μπορέσουν να καλλιεργήσουν τα προϊόντα που θέλουν, χρειάζονται πρόσβαση στην αγορά και συνεχή και επικαιροποιημένη εκπαίδευση με βάση τα νέα κλιματικά δεδομένα. Αφήσαμε τους αγρότες εντελώς εκτεθειμένους στην κλιματική αλλαγή. Πρέπει να τους παρέχουμε την τεχνογνωσία, ώστε να στραφούν σε νέες, πιο ανθεκτικές καλλιέργειες και να ενημερωθούν για το πώς μπορούν να μειώσουν τα έξοδά τους».
Τέλος, όπως σχολίασε η κα. Δανάλη, «η εξαφάνιση του μικρού αγρότη και μάλιστα μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, είναι ένα διεθνές ζήτημα που πρέπει να ανατραπεί και να δοθεί έμφαση στους νέους αγρότες. Η γεωργία έχει ως πρωταρχικό στόχο την εξασφάλιση της τροφής μας και ως δεύτερο, τη διασφάλιση του εισοδήματος των παραγωγών. Αν δεν πετυχαίνει κανέναν από αυτούς τους στόχους, τότε τι νόημα έχει;».
Πηγή: kathimerini.gr